- εκβράζω
- εκβράζω, εξέβρασα βλ. πίν. 35——————Σημειώσεις:εκβράζω, εκβράζομαι : έχει αντικατασταθεί κυρίως από το ρ. ξεβράζω.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εκβράζω — (AM ἐκβράζω, Α και ἐκβράσσω) (για θάλασσα ή ποταμό) αποβάλλω, ρίχνω έξω στην ξηρά μσν. (για βλαστούς) αναβλαστάνω αρχ. 1. βγάζω εξανθήματα 2. χύνομαι ή ρέω προς τα έξω 3. εξωθώ, εκδιώκω 4. ἐκβράζομαι (για πλοίο) εξοκέλλω, πέφτω έξω … Dictionary of Greek
εκβράζω — έκβρασα και εξέβρασα, εκβράστηκα, εκβρασμένος, μτβ. 1. απορρίπτω, αποβάλλω. 2. (για θάλασσα και ποταμό), βγάζω στη στεριά, ξεβράζω, ξερνώ: Τα πτώματα των ναυαγών εκβράστηκαν στην ακτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκβρασθέντα — ἐκβράζω throw out aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐκβράζω throw out aor part pass masc acc sg ἐκβράζω throw out aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐκβράζω throw out aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβράζον — ἐκβράζω throw out pres part act masc voc sg ἐκβράζω throw out pres part act neut nom/voc/acc sg ἐκβράζω throw out pres part act masc voc sg ἐκβράζω throw out pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβεβρασμένα — ἐκβράζω throw out perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐκβεβρασμένᾱ , ἐκβράζω throw out perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐκβεβρασμένᾱ , ἐκβράζω throw out perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεβράσθην — ἐκβράζω throw out plup ind mp 3rd dual ἐκβράζω throw out aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐκβράζω throw out aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβεβρασμένον — ἐκβράζω throw out perf part mp masc acc sg ἐκβράζω throw out perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβεβρασμένων — ἐκβράζω throw out perf part mp fem gen pl ἐκβράζω throw out perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβρασθεῖσα — ἐκβράζω throw out aor part pass fem nom/voc sg ἐκβράζω throw out aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβρασθεῖσαν — ἐκβράζω throw out aor part pass fem acc sg ἐκβράζω throw out aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)